Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Άντε και καλά κρασιά!


Όταν ζούσε ακόμα ο παππούς απ’ το χωριό, το Σεπτέμβριο συνέβαινε κάτι σαν οικογενειακή ιεροτελεστία. Μαζευόμασταν όλοι, μας φόρτωνε στην καρότσα του τρακτέρ και τραβούσαμε για το αμπέλι. Εκεί, κόβαμε τα τσαμπιά, (καμιά φορά και κάνα δάχτυλο, ε μωρά παιδιά είμασταν), τα μαζεύαμε στα κοφίνια (τα τσαμπιά όχι τα δάχτυλα!) και μετά βουρ για το πατητήρι.

Οι μνήμες μου από εκείνη τη διαδικασία είναι, δυστυχώς, πολύ λίγες. Μικρούλα πολύ γαρ. Επίσης λόγω εποχής (αποκρύπτω εντέχνως τις λεπτομέρειες για να μη σας αποκαλύψω την ηλικία μου, γκουχ), δεν έχουμε παρά ελάχιστα φωτογραφικά ντοκουμέντα. Και όχι δε μιλάω για το 1940, αλλά για μια εποχή που τα κινητά με κάμερα και οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές δεν κυριαρχούσαν στη ζωή μας. Και πολλές φορές στα οικογενειακά τραπέζια ανέφερα πόσο θα ήθελα να ήμουν μεγαλύτερη για να θυμάμαι τη διαδικασία ή να είχα την ευκαιρία να τη δω σήμερα.

«Το μόνο εύκολο», αναφώνησε ο θείος. Διότι, συνεχίζοντας αυτά που έμαθε από τον μπαμπά του, κάθε χρόνο στις αρχές του φθινοπώρου, ετοιμάζει το κρασάκι του, το οποίο «δεν πωλείται, παρά μόνο χαρίζεται σε φίλους». 




Αφού λοιπόν κανονίστηκε, δρόμο πήρα, δρόμο άφησα, ανέβηκα στον εξωτικό Χορτιάτη, με την ψηφιακή μου σε θέση ετοιμότητας για να απαθανατίσω τη διαδικασία.

Κάτω στην αυλή στοιβαγμένα τα κιβώτια με το σταφύλι. Η πατήστρα έτοιμη να επιτελέσει το ρόλο της, λεκάνες και κουβάδες γύρω τριγύρω παντού, γιατί αλλού μαζεύουμε το χυμό, αλλού τα κοτσάνια και τα λοιπά. Στην  προεδρική θέση ο άρχοντας της βραδιάς, το ξύλινο βαρέλι.

Και ξεκινάμε. Η μανιβέλα γυρίζει, τα σταφύλια ζουλιούνται, ο χυμός μαζεύεται στον τσίγκινο κουβά. Και η μυρωδιά, αχ η μυρωδιά. Οι γείτονες στα γύρω μπαλκόνια ρωτάνε αν χρειάζονται κι άλλα χέρια και δίνουν την ευχή: «άντε, και καλά κρασιά!», κι εγώ σκέφτομαι ότι είναι η πρώτη φορά που ακούω τη φράση να χρησιμοποιείται κυριολεκτικά.



Τρεις ποικιλίες λιώνουμε : Αγιορίτικο, merlot και cabernet. Όταν γεμίσει το 1/3 του βαρελιού, γίνεται το πρώτο τεστ. Γεμίζουμε το σωλήνα με σταφυλοζούμι και ελέγχουμε με το γραδόμετρο. Πρέπει να μας δώσει 12,5 βαθμούς τουλάχιστον, γιατί αλλιώς θα έχουμε ξύδι. Όχι, αν αναρωτιέσαι δεν μπορείς να προσθέσεις ζάχαρη, είναι ζαβολιά.



Η ώρα κυλάει, η διαδικασία συνεχίζεται. Τα κασόνια αδειάζουν στην πατήστρα, η ροδέλα γυρνά, το ζουμί τρέχει, τα κοτσάνια βγαίνουν και ο μούστος χύνεται στο βαρέλι. Παρά την κούραση όσο νυχτώνει, είναι πολύ ευχάριστα. Ξεσκονίζω τη χημεία μου, μαθαίνω πράγματα (μάθε τέχνη κι άστηνα που λέμε) και ακούω ιστορίες από τα παλιά, τότε που πατούσαν τα σταφύλια ακόμα με τα πόδια. Κι άλλες ιστορίες, καινούριες, για το νηπιαγωγείο του Χορτιάτη, που έρχεται εκδρομή να ακούσει το κρασί να χαρχαλεύει στο βαρέλι και να πάρει μούστο για να πλάσει κουλουράκια-μουστοκούλουρα.

Τελειώνουμε. Διαδικασία συμμαζέματος. Πλένονται τα πάντα και μαζεύονται. Η πατήστρα σταμάτησε το τραγούδι που λέει μια μέρα το χρόνο. Έκανε και φέτος τη δουλειά της, θα μείνει σιωπηλή μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβρη. Το βαρέλι σφραγίζεται. Μπαίνει στη θέση του στο υπόγειο, δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, γιατί τις πρώτες μέρες αναδύονται αναθυμιάσεις. Τα χέρια μας κολλάνε ακόμα και η βραδιά έχει τη γλυκιά μυρωδιά του σταφυλιού.





Και τώρα περιμένουμε. Το πρώτο μπρούσκο της φετινής σεζόν ανοίχτηκε πριν από λίγες μέρες. Φέτος το κέρδισα επάξια το μπουκάλι μου! Ελάτε να πιούμε ένα ποτήρι από τον κόπο μου. Να φάμε και κάτι, όχι έτσι ξεροσφύρι. Και στο τέλος με κόκκινα μάγουλα και χαμόγελο από τα ποτηράκια να πούμε τη γλυκιά ευχή: «καλά κρασιά! Όλα καλά!» 



first published at RouaMat.com, 5/11/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου