Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Το αμερικάνικο όνειρο εγκαταλείπει την Αμερική


Επί δεκαετίες ολόκληρες, η Αμερική, και πίσω της ολόκληρος ο πλανήτης, γαλουχήθηκαν με το αμερικάνικο όνειρο: ότι δηλαδή δεν έχει σημασία η καταγωγή, γιατί, αυτή η γη της επαγγελίας, δίνει τις ίδιες ευκαιρίες σε όλους. Κι αν κάποιος είναι ικανός και δουλευταράς, θα φτάσει ψηλά.

Γονείς εργάτες, μόχθησαν για να μαζέψουν χρήματα, να χτίσουν σπίτια στα προάστια, να πάρουν μεγάλα αυτοκίνητα, λειτουργώντας πάντοτε σύμφωνα με τα επιβεβλημένα πρότυπα. Και αποθήκευαν στον saving account τα χρήματα για το κολέγιο: για να σπουδάσουν τα παιδιά και να έχουν μια καλύτερη τύχη. Να μην αναγκάζονται να ξεπατώνονται στη δουλειά σαν τους γονείς τους για να κερδίσουν το βίο τους.

Κι αν για κάποια χρόνια οι οικονομίες μιας ζωής μπορεί να έστειλαν κάποιους στα Harvard και στα Yale, η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει πλέον διαμορφώσει διαφορετικές συνθήκες. Άλλωστε ας μην ξεχνιόμαστε, η κατεδάφιση του καπιταλιστικού συστήματος όπως το γνωρίσαμε, ξεκίνησε με την πιστωτική κρίση της Αμερικής.

Ο Nicholas Kristof, στο άρθρο στους New York Times: "The American Dream is Leaving America", σκιαγραφεί την καταστροφή του κοινωνικού αγαθού για το οποίο οι ΗΠΑ μπορούσαν να κοκορεύονται: την παιδεία.

Τα κονδύλια για την εκπαίδευση θυσιάζονται στη μάχη του ανταγωνισμού των εξοπλισμών με τη Ρωσία και οι ΗΠΑ κατεβαίνουν κατρακυλώντας θέσεις, στη λίστα με τις χώρες που οι κάτοικοί τους καταφέρνουν να σπουδάσουν.

Στα 1800 και 1900, οι ΗΠΑ είχαν καταφέρει να μορφώνουν την πλειοψηφία των παιδιών, σε αντίθεση με την τότε κραταιά Μεγάλη Βρετανία, η οποία είχε τραγικά χαμηλά ποσοστά σε μαθητές.

Κι όμως σήμερα κάποιος φτάνει ως εκεί που τον πάει η τσέπη του. Και τελικά οι ΗΠΑ έχουν την καλύτερη εκπαίδευση για την παγκόσμια ελίτ, έχουν όμως αποτύχει στη βασική μόρφωση για όλους.

 Ο αρθρογράφος του εξαιρετικού κειμένου καταλήγει στη διαπίστωση ότι τελικά "η μεγαλύτερη κοινωνική πρόκληση του καιρού μας είναι η διόρθωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Η Αμερική πρέπει να θυμηθεί ξανά αυτή την ιδέα που γεννήθηκε εκεί, έχει όμως τώρα πια μεταναστεύσει: ότι χρωστάμε σε όλα τα παιδιά μια δίκαιη αρχή στη ζωή, μέσα από την ίση πρόσβαση στη σκάλα της εκπαίδευσης."

Αφιερωμένο στους νεοφιλελεύθερους καπιτάλες, που επιθυμούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια κι ονειρεύονται Χάρβαρντ και Γέιλ σε ελληνικό φόντο.




Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Να κοιμηθώ στο (ξύλινο) πάτωμα: ερμηνεύοντας ένα έργο τέχνης


Η παγκόσμια λαϊκή σοφία, με είχε προειδοποιήσει: τα φαινόμενα απατούν ή μην κρίνεις ένα βιβλίο απ’ το εξώφυλλο. Μετά το τελευταίο μου πάθημα, θα μπορούσα άνετα να προσθέσω, μην κρίνεις και ένα έργο τέχνης από την εικόνα του καταλόγου.

Ξεφυλλίζοντας έναν πρόχειρο, ασπρόμαυρο κατάλογο του Κόδρα, με τα έργα της ατομικής έκθεσης του Κώστα Χριστόπουλου, έπεσα πάνω στην εγκατάσταση από ξύλινο πάτωμα. Ένα μεγάλο τρίγωνο, και στην πίσω πλευρά του σφηνωμένα ξερά κλαδιά. Το κοίταξα καλά-καλά, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα. «Χμμμ, μερικές φορές δεν την κατανοώ καθόλου τη σύγχρονη τέχνη», μουρμούρισα.

Έλα όμως που τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται.



Μετά από ολίγη κηπουρική, τα ξερόκλαδα, που θα αποτελούσαν τη μια πλευρά του έργου, στοιβάχτηκαν σε έναν φρικιαστικό όγκο, σαν ξερακιανά χέρια πολλών μαγισσών (ναι, ξέρω, τρέχα γύρευε για την αχαλίνωτη φαντασία μου και τους εξωφρενικούς συνειρμούς της).

Όμως κάπου εκεί και κάπως έτσι, άρχισα να εκτιμώ το έργο.






Στάδιο πρώτο: παρατήρηση.

Υλικό: το πολύτιμο ξύλο. Σε δυο μορφές: φυσική και επεξεργασμένη. «Άγρια» και «εξημερωμένη».

Το ξύλο νεκρό και στις δυο του εκδοχές. Από τη μια, ένας θάνατος μοσχοβολιστός, γιατί τα ξερόκλαδα ήταν από πεύκο. Από την άλλη, ένας θάνατος ιλουστρασιόν, σανίδι βαμμένο και λουστραρισμένο.



Στάδιο δεύτερο: συνειρμοί και πολλαπλές (προσωπικές) αναγνώσεις.





Το ξύλινο πάτωμα, κομμένο από το σπίτι της γιαγιάς, είναι το οικείο. Το αγαπητό, το ασφαλές. Μια εικόνα γνώριμη. Βλέποντας όμως το έργο από την άλλη πλευρά, αλλάζει η όψη και μαζί της αλλάζει και η αίσθηση. Ξερά κλαδιά, σφηνωμένα ασφυκτικά το ένα δίπλα στο άλλο. Μυστήρια, σκοτεινά, ίσως και τρομαχτικά. 

Μάσκα, προσωπείο, η «καλή πλευρά», η γυαλισμένη και η ιλουστρασιόν. Οικειότητα, ασφάλεια στην επιφάνεια, κρυμμένοι φόβοι, άγχη και αγωνίες κατά βάθος. Τελικά τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Οι πάντες και τα πάντα, κρύβουν και μια άλλη πλευρά.





Και φυσικά, όταν μιλάμε για ανθρώπους, ας μην ξεγελιόμαστε από τη λουστραρισμένη επιφάνεια. Η κρυμμένη πλευρά, η «άγρια», η ανεπεξέργαστη, είναι η αληθινή και μπορεί να είναι η πιο όμορφη. Ή μπορεί πάλι και όχι.

Μπορεί τώρα να πιστεύετε ότι γράφω ένα μάτσο μπούρδες, όπως ίσως και ο νεαρός που με άκουσε να "αγορεύω" σε μια φίλη μου στα εγκαίνια της έκθεσης και ρώτησε όλος απορία: «ποιος τα λέει όλα αυτά;», για να απαντήσω με περισσό θράσος: «εγώ!».

Όμως πραγματικά νομίζω ότι αυτό είναι ένα συμπέρασμα: η ερμηνεία κάθε έργου, πρέπει να είναι αυστηρώς προσωπική.

Κι αν με τα εικαστικά σας φαίνεται υπερβολή, σκεφτείτε πόσες φορές αγαπήσατε μια ταινία που έθαψαν οι κριτικοί ή μισήσατε τους νικητές των μεγαλύτερων βραβείων.


Ο ρόλος μας σαν θεατές, πιστεύω δεν είναι να πηγαίνουμε με τις παρωπίδες μας έτοιμοι να θάψουμε, ή μελετημένοι κι έτοιμοι να εγκωμιάσουμε. Είναι όμως να σταθούμε για λίγα λεπτά μπροστά στο κάθε έργο, σιωπηλοί, κι έτοιμοι να αφουγκραστούμε. Μπορεί κάτι να έχει να μας πει. 



(οι φωτογραφίες της τελικής μορφής του έργου, είναι από τα εγκαίνια του φετινού Κόδρα, από τη Ροδή Παπαδοπούλου για το RouaMat.com. Οι φωτογραφίες της προετοιμασίας του έργου είναι ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη, Κώστα Χριστόπουλου, τον οποίο και ευχαριστώ)

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Κουβέντες "χωρίς κανόνα"

Αυτή την Πέμπτη, 16/10, ο Ντίνος Σαδίκης και η μπάντα του (Πάνος Παπάζογλου - κιθάρα, Χρήστος Παππάς - μπάσο, Λάζαρος Πλιάμπας - τύμπανα, Sonny Touch - κιθάρα, Georgie Boy - ήχος), στο καφενείο 4 εποχές 






Είχαμε συναντηθεί με τον Ντίνο Σαδίκη και τους μουσικούς του την προηγούμενη σεζόν και ανάμεσα σε δυο μπύρες και κάμποσα τσιγάρα, κουβεντιάσαμε για τη μουσική, την εξέλιξη, τη βία, την πολιτική, τις εκλογές και τις αλλαγές. 

Ιδού!

Μικροβιολογία, μετά ιατρική και τελικά τα παρατάς όλα και λες μουσική. Η οικογένειά σου το πήρε ψύχραιμα ή είχες αντιδράσεις;

Ντίνος: Είχα πώς δεν είχα! Είχα δυο εγκεφαλικά κι εξαφανίστηκα κι απ’ το σπίτι για κάποιο διάστημα.

Οπότε κάποιος σήμερα να το κάνει ή όχι; Αξίζει το ρίσκο;

Πάνος: Το να ζεις από τη μουσική είναι κάπως «τυχοδιωκτικό», δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει. Οικονομικά. Πολεμάς πολύ για να σταθείς στα πόδια σου.

Ντίνος: Βγαίνεις οριακά. Κι αυτό τα τελευταία χρόνια. Πιο πριν ήταν η πείνα.
Πάντως ότι και να πεις σε κάποιον, ο καθένας βρίσκει τελικά αυτό που είναι. Κι ότι είναι να κάνει, θα το κάνει. Ότι κι αν σπουδάζει, κι όπου κι αν βρίσκεται. Δεν έχει να κάνει με το τι αγαπάς πολύ. Έχει να κάνει με τον άνθρωπο που αναλαμβάνει να κάνει κάτι. Είναι στο χαρακτήρα. Κι αν είναι τέτοιος χαρακτήρας, και αγγαρεία να έχει να κάνει, θα την κάνει καλά. Από το σφουγγάρισμα, το σκούπισμα, το σερβίρισμα… Οτιδήποτε.

Πώς γράφεται τελικά ένα κομμάτι;

Ντίνος: Δεν υπάρχει κανόνας, πρώτα στίχοι ή πρώτα η μουσική. Εξαρτάται από τη στιγμή. Μπορεί να είναι και έτσι και αλλιώς. Μπορεί παίζοντας μουσική να έρθει να κάτσει στίχος, ή και από μια φράση, ένα στίχο, να βγει ολόκληρο τραγούδι. Να βρεθεί η μουσική πάνω του.

Λάζαρος: Μπορεί από ένα πολύ μικρό θέμα ή αυτοσχεδιασμό να βγει ένα ολόκληρο κομμάτι.

Χρήστος: κάθε μουσικός έχει δικά του χαρακτηριστικά κι έχει αναπτύξει με τον καιρό δικά του τεχνικά μέσα. Δηλαδή πόσο καλά παίζει την κιθάρα του, πόσο γρήγορα αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα κλπ. Όταν παίζει κάποιος με μπάντα, αυτά τα ατομικά χαρακτηριστικά συνθέτουν το χαρακτήρα της μπάντας. Κι ο καθένας συνεισφέρει σε κάτι. Π.χ. σε μας, ήρθε ο Ντίνος με τις ιδέες του, το στιλ του, την κιθάρα του, κι εκεί πάνω «μπαίνουμε» εμείς... 


Ερώτηση κλισέ λοιπόν για την κρίση: επηρεάστηκε η παραγωγή τέχνης και ο θεατής από τη μαυρίλα;

Λάζαρος: Πίσω από την κρίση, κρύβονται εξωγήινοι. (Γέλια) Το έχω δει σύνθημα σε τοίχο αυτό…

Ντίνος: Γενικά νομίζω ότι η τέχνη πάει καλά. Η δημιουργία δεν επηρεάζεται από καμιά κρίση, έτσι κι αλλιώς. Υπάρχουν πολλά πράγματα δωρεάν ή με χαμηλό εισιτήριο… Τα θέατρα έχω την αίσθηση ότι πάνε πολύ καλά. Ο θεατής πιστεύω ότι έχει μεγαλύτερη ανάγκη να βγει να δει ένα θεατρικό να ακούσει κάποια μουσική. Όχι με την έννοια προ κρίσης, δηλαδή να βγω στα μπαρ, να πιω… Μιλάω για το θέαμα. Οι μικροί χώροι γεμίζουν. Πρόβλημα έχουν τα μεγάλα θεάματα.

Σε προσωπικό επίπεδο, εγώ έχω κρίση μια ζωή. Οικονομική. Για μένα αυτό δεν είναι κάτι διαφορετικό απ’ το προηγούμενο, οπότε δε μου κάνει κάποια ιδιαίτερη αίσθηση…

Λάζαρος: Το κοινό στο οποίο απευθυνόμαστε εμείς, και προ κρίσης και τώρα με την κρίση, ζει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Δεν παίζαμε ποτέ στα μαγαζιά τα σκυλάδικα που το μπουκάλι είχε 200 ευρώ, που πλήρωνες το πάρκινγκ κλπ. Οπότε για μας δεν έχει και μεγάλη διαφορά. 

Πάνος: έχουν αλλάξει πολύ τα δεδομένα, για τους μουσικούς και για όλους. Όταν ζορίζεται ο κόσμος βρίσκει διεξόδους σε διάφορες μορφές έκφρασης και φυσικά βγαίνουν και διαμαντάκια.


Ντίνος: Εννοείται ότι η κρίση δίνει μια αφορμή για να πεις κάποια πράγματα. Περισσότερα ίσως από όσα προηγουμένως. Αν σε τρώει κάτι θα βρεις τρόπο να το εκφράσεις. 

Υπάρχει τελικά τραγούδι «πολιτικό»; Που κάνει τον ακροατή να σκεφτεί, που διαμαρτύρεται, φωνάζει, διεκδικεί; Είναι θέμα αντανακλαστικών; Κάποιοι μου δίνουν την εντύπωση ότι βλέπουν πιο μακριά, ενώ άλλοι βλέπουν κάτι μόνο όταν σκάσει μπαμ στα μούτρα τους.

Ντίνος: Πάντα υπήρχαν τα τραγούδια διαμαρτυρίας. Όταν όμως σφίγγουν τα πράγματα και οι συνθήκες είναι πιο άγριες εννοείται ότι βγαίνουν περισσότερα. Όταν η κατάσταση είναι πιο χαλαρή, υποχωρούν.

Και φυσικά είναι θέμα αντανακλαστικών. Όταν βλέπεις μια ολόκληρη χώρα να είναι στα χαϊλίκια της, και «πάρε κόσμε», σε ένα lifestyle της μπούρδας δε χρειάζεται και πολύ για να δεις ότι αυτό το πράγμα θα σκάσει κάποια στιγμή, όπως κι έσκασε.

Χρήστος: Λίγο πριν βγει η δεκαετία του ’80, θυμάμαι τη μάνα μου να λέει στον πατέρα μου, ότι αυτό που ζούμε τώρα δε θα μας βγει σε καλό (που ήταν ο πατέρας μου δημόσιος υπάλληλος κι η μάνα μου νοικοκυρά). Δηλαδή ο καθένας το έβλεπε, αλλά επαναπαυόταν.
Η τέχνη όμως έχει πάντα αντανακλαστικά, έχει μεγάλες κεραίες και προσπαθεί να μεταφράσει το σουρεαλισμό που υπάρχει τριγύρω. Γι αυτό πάντα εκφράζονται πρώτοι οι ποιητές, οι ζωγράφοι, οι λογοτέχνες.

Ντίνος: Κι η Ελλάδα είναι ο παράδεισος του σουρεαλισμού. Μπορείς να έχεις πολλές αφορμές κι ερεθίσματα για να γράψεις.

Σχετικά με την κρίση… Οι περισσότεροι κάποτε πήγαιναν μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι τους. Κάποια στιγμή πήγαν παραπέρα από εκεί. Ε κι έσκασε η φούσκα στα μούτρα τους. Βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω, γιατί η φούσκα ήταν πάντα «σκασμένη». Δεν είχα ούτε επενδύσεις, ούτε καταθέσεις, ούτε δάνεια, δεν είχα μπει μέσα σ’ αυτόν τον τροχό που αλέθει τα πάντα.

Από το ροκ στο ρεμπέτικο: πώς έγινε το άλμα;

Ντίνος: Αυτά τα δυο τα γνώρισα μαζί. Απλά ήταν τέτοιες οι συνθήκες που βγήκε τώρα. Όταν ακούγαμε ροκ παλιά, το ρεμπέτικο έτρεχε παράλληλα στα ακούσματά μας. Πάντα έπαιζα και μπαγλαμά, απλά έτυχε λόγω του Γιάννη (ΣτΣ: Αγγελάκα) να τον ξαναπιάσω και να παίξουμε αυτό που βγήκε.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει θέμα διαχωρισμού. Και πιτσιρικάς έκανα κασέτες, και δεν μπορούσα να κάνω με ένα μόνο είδος! Αυτό ήταν το πρόβλημα για την παρέα. Για παράδειγμα, έμπαινε η Ρίτα Σακελλαρίου και μετά doors! Έτσι ήμουν πάντα. Δεν μπορούσα, βαριόμουνα όταν έμενα στο ίδιο στυλ.

Το ρεμπέτικο τελικά ξαναήρθε στη «μόδα»;

Λάζαρος: όταν γίνει μόδα ένα είδος, εκφυλίζεται. Πρέπει να ξεχωρίζεις το αυθεντικό. Όταν το κάνουν κάποιοι επειδή το γουστάρουν, είναι αυθεντικό και είναι φανταστικό.

Ντίνος: το ρεμπέτικο έχει γνωρίσει πολλές αναβιώσεις. Έρχεται κατά καιρούς. Έσκασε το ‘77 – ‘78 με τις κομπανίες. Έκανε το μπαμ στη νεολαία. Είχα κι εγώ το θράσος τότε να παίζω σε ρεμπετάδικο. 50 τραγούδια είχα βγάλει, αν μου ζητούσε κανείς κανένα άλλο, δεν ήξερα! Τα είχα βγάλει κασέτα, με το αφτί!

Χρήστος : Το σπουδαίο στο ρεμπέτικο είναι ο στίχος του. Ο στίχος διαχωρίζει το ρεμπέτικο από το λαϊκό. Στο ρεμπέτικο ο στίχος είναι άμεσα ανθρωποκεντρικός οπότε είναι μέσα στην εποχή και τώρα. Μιλάει στον άνθρωπο.

Ντίνος: Τελικά δεν κινδυνεύει κανένα είδος από την αναβίωση. Το ρεμπέτικο είναι αυτό, ότι κι αν το κάνεις είναι εκεί. Έρχεται και φεύγει. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για όλα τα είδη.

Η κουβέντα στρέφεται διαρκώς γύρω από εκεί: είναι όμως τελικά οι εκλογές ο τρόπος για να αλλάξουν τα πράγματα;

Ντίνος: Είναι Και οι εκλογές. Από μόνες τους όχι. Αν πηγαίνεις κάθε 4 χρόνια για να ψηφίσεις, δεν είναι αυτός ο τρόπος. Αν μέσα σε 4 χρόνια κάνεις κι άλλες ενέργειες, δράσεις, συμμετέχεις δηλαδή καθημερινά σε αυτό που συμβαίνει, οι εκλογές είναι ένα αποτέλεσμα.

Κι όσο για αυτό το ερώτημα: πώς θα αλλάξουν τα πράγματα… Οι αλλαγές πάντα στην ιστορία ήταν βασανιστικά αργές, όχι απότομες. Οι ουσιαστικές αλλαγές.

Ο άνθρωπος είναι μια ατελής μηχανή – σήμερα τουλάχιστον. Χρειάζεται updates στο λογισμικό του. Έχει ακόμα μπροστά του πολύ χρόνο για να καταφέρει κάποια πράγματα.
Κατά καιρούς γίνονται διάφορα updates. Μπορεί να είναι βίαια, όπως επαναστάσεις, μπορεί να είναι επιθέσεις αγάπης όπως ήταν ο Γκάντι ή οτιδήποτε. Η ουσία όμως είναι ότι η ιστορία έχει αργή εξέλιξη, αργές αλλαγές.


Πιστεύω ότι η βία είναι μια μορφή update, απλά δε θεωρώ ότι είναι καλό μέσο για αλλαγές. Όποιος πιστεύει ότι με ένα πιστόλι στο χέρι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελής και ηλίθιος. 


Ποιο είναι το μεγαλύτερό μας πρόβλημα σήμερα;

Ντίνος: Στην Ελλάδα δεν έχουμε συναίσθηση της κοινότητας. Καμία. Κι από κει ξεκινάνε τα μεγάλα προβλήματα. Από το σεβασμό του εαυτού μας, του γείτονα, του τόπου…

Χάθηκε η ανθρωπιά…

 Ντίνος: Πιστεύω πάντως ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Οι άνθρωποι που έχουν ζήσει έξω, είναι ο κινητήριος μοχλός για την αλλαγή. Πλέον είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι το κλειδί για να πάμε κάπου καλύτερα. Είναι οι άνθρωποι που έχουν ταξιδέψει, έχουν ζήσει έξω, και γυρνάνε πίσω. Δηλαδή το σύνθημα θα έπρεπε να είναι «γυρνάτε πίσω».
Πιστεύω θα γυρίσουνε. Και γυρνάνε. Δε γλιτώνεις από αυτό, σε τραβάει πίσω όπου και να σαι. Αυτό το χωράφι που λέγεται Ελλάδα, αξίζει καλύτερα πράγματα. Και μπορούμε να το κάνουμε.

Πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να βγεις έξω, να μείνεις αλλά και να γυρίσεις. Οι άνθρωποι που πήγαν έξω, είδαν πώς δουλεύει το πράγμα και θα έρθουν πίσω να στήσουν κάτι καλύτερο. Όχι ίδιο με το έξω, γιατί δεν είμαστε ίδιοι, αλλά κάτι καλύτερο απ’ αυτό που έχουμε τώρα.

Είσαι αισιόδοξος βλέπω…

Ντίνος: Πάρα πολύ. Οι ειδήσεις με κάνουν απαισιόδοξο, η «ενημέρωση».

Θεωρώ ότι θα ήταν ύβρις αν γκρίνιαζα για τη ζωή μου. Καταφέρνω και κερδίζω χρήματα, κάνοντας αυτό που γουστάρω, μουσική. Και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.

Και κάτι ακόμα αισιόδοξο κλείνοντας…

Κάθε γενιά είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Αν δεις ιστορικά τα πράγματα είναι ξεκάθαρο.

(ΣτΣ: Βγάζει ένα απόκομμα από εφημερίδα, με ένα άρθρο του 1928, το οποίο προσπαθεί να τεκμηριώσει γιατί δε γίνεται να δοθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.)

Μιλάμε για ούτε 100 χρόνια πίσω. Μια γυναίκα παλιότερα, δεν είχε κανένα λόγο σ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω της, ήταν ανύπαρκτη. Οπότε όταν βλέπεις τη θέση της σήμερα, συνειδητοποιείς ότι αλλάζουν τα πράγματα προς το καλύτερο στην επόμενη γενιά.


Γίνεται πιο ανεκτική και η κοινωνία. Έχουμε πάρα πολύ δρόμο μπροστά μας, ίσως και να μην προλάβουμε να δούμε τις μεγάλες αλλαγές αλλά αυτές γίνονται. Η λογική όμως είναι, άσε το πετραδάκι σου, τον κόκκο άμμου που έχεις να αφήσεις, να τον βρει ο επόμενος. Δε χρειάζεται τίποτα άλλο. Κάνε αυτό που είναι να κάνεις, άσε αυτό που είναι να αφήσεις, γιατί μετά από σένα έρχονται κι άλλοι. 

(first published at RouaMat.com, 22/5/2014)



Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Το εθνικό μας σπορ, ο στρουθοκαμηλισμός


Πέμπτη 9 Οκτωβρίου, βραδινές ώρες, έσκασε η είδηση, στα ξένα πρακτορεία: πιθανό κρούσμα ebola στη Macedonia

(η φωτογραφία από το reuters, η ίδια είδηση, με το ίδιο όνομα, δημοσιεύτηκε και στον guardian, τον independent, στη daily mail και αλλού)

Η ίδια είδηση σήμερα το πρωί, όπως δημοσιεύτηκε στο έθνος, το ποντίκι και το κουτί της Πανδώρας.








Έπος τα σχόλια κάτω από τα άρθρα…



Η Μακεδονία είναι ελληνική;

Αυτό το αστείο με τη διπλανή χώρα πρέπει επιτέλους να σταματήσει.

«Καλοί Έλληνες», βρίστε όσο θέλετε. Πείτε με κι ανθέλληνα (ανθελληνίδα λέγεται, ή μόνο οι αρσενικοί έχουν το προνόμιο;). Θα το αντέξω.

Όμως το θεωρώ τέρμα γελοίο, ολόκληρη η υφήλιος να αποκαλεί ήδη τη γείτονα χώρα Μακεδονία κι εμείς απλώς να κρύβουμε ωραιότατα το κεφάλι μας στην άμμο και να την αποκαλούμε αλλιώς.




Γιατί δεν έχει σημασία που de facto όλος ο πλανήτης με αυτή την ονομασία συναλλάσσεται μαζί τους. Σημασία έχει ότι ο «καλός έλλην» κοιμάται ήσυχος, ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έχει επιτρέψει τη χρήση του όρου Μακεδονία. Εύγε.

Για την ιστορία, όλο αυτό το θέμα με το όνομα, είναι καθαρά και ξάστερα ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με ΠτΔ τον «εθνάρχη» Καραμανλή τον πρεσβύτερο, που δάκρυσε στο αεροδρόμιο και είπε προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στο υπερήφανο πανελλήνιο ότι η Μακεδονία είναι ελληνική. 

Να θυμίσω επίσης ότι τότε μας παρακαλούσαν να αποδεχτούμε το όνομα για το οποίο παρακαλάμε εμείς σήμερα. Αυτό μόνο, τίποτε άλλο.


Άκου ελληνάκο: στρουθοκαμηλίζεις κι εθελοτυφλείς. Κι όταν επιτέλους θα βγάλεις το κεφάλι από την άμμο και θα ανοίξεις τα μάτια σου, δε θα σου αρέσει καθόλου. Αλλά τότε, θα είναι ήδη αργά. 

                                                        θα είναι αργά όταν θ' ανακαλύψεις τη συνωμοσία

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Είναι μέρες που...


Είναι μέρες που τα λόγια δε βγαίνουν εύκολα. Απλά σιωπούν μπροστά στο παράλογο. Τέτοια μέρα ήταν κι η χτεσινή. Πολλά γράφτηκαν, πολλά διάβασες. Συγχώρεσε το συναισθηματικό λόγο όσων γράφουν, συγχώρεσε και το δικό μου, όμως δεν μπορώ να σου γράψω με τη λογική. Γιατί στην Αθήνα, στην Ελλάδα του 2013, ένας άνθρωπος που προσπαθούσε να κάνει τον κόσμο γύρω του καλύτερο, ο Παύλος Φύσσας, δολοφονήθηκε εν ψυχρό. Και όχι, το σκηνικό δεν ήταν από επεισόδιο του breaking bad ή του the wire. Δεν τον σκότωσαν ούτε για την πρέζα, ούτε για τα λεφτά. Αλλά από σκέτο, στεγνό μίσος.


Είναι μέρες που νιώθω οργή. Για όλους τους ηθικούς αυτουργούς. Αυτούς που τόσα χρόνια κανάκευαν την ακροδεξιά ή έστω τη λάιτ εκδοχή της γιατί εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Διογκώνοντας τη θεωρία των άκρων, καταφεύγοντας συνεχώς σε εθνικοπατριωτικές κορώνες, τοποθετώντας σιχαμένα άτομα με περίεργες πεποιθήσεις και βρώμικο παρελθόν σε καίριες πολιτικές θέσεις. Πέτυχαν το στόχο τους : την οικειότητα με το μαύρο. Το ξυρισμένο κεφάλι, τα μούσκουλα και ο τσαμπουκάς φάνηκαν σε πολλούς ελκυστικά. Και η κατάσταση συνεχίζει να εκτραχύνεται.
Είναι μέρες που νιώθω απορία. Πώς είναι δυνατόν να μη βλέπουμε; Ποια μάσκα θολώνει τα μάτια τόσων ανθρώπων και δε διακρίνουν το δρόμο που πήραμε; Πώς δε θυμούνται τι λέει η ιστορία; Και πώς κάποιοι ακόμα και τώρα δεν καταλαβαίνουν ότι με την ψήφο τους δίνουν θάρρος στο χωριάτη;

Είναι μέρες που νιώθω ντροπή. Ντροπή που σ’ αυτή την εποχή, τη χώρα, την κοινωνία, κάποιοι διαλέγουν το δρόμο του μίσους. Ντρέπομαι για τα ποσοστά που  δώσανε στις εκλογές στη Χρυσή Αυγή και για αυτά που της δίνουν στις δημοσκοπήσεις. Ντρέπομαι για την ανθρωπότητα που γίνεται όλο και πιο σκληρή κι ευνοεί παγκοσμίως την ακροδεξιά και τη μαυρίλα της.

Είναι μέρες που νιώθω θλίψη. Απέραντη θλίψη. Και δεν μπορώ να δω την ομορφιά γύρω μου και χάνω όλη την ελπίδα που με κόπο παλεύω να μαζέψω. Γιατί ζούμε σ’ ένα βούρκο που βρωμάει σήψη. «Στην κοινωνία αυτή σαπίσαμε στ’ αλήθεια. Απάνθρωποι θεσμοί μας γίνανε συνήθεια.» Πώς το επιτρέψαμε; Πώς το ανεχόμαστε; Στην αιώνια μάχη του καλού με το κακό, θα αφήσουμε το κακό να νικήσει;


Για μένα δεν υπάρχει το θέμα αριστερός-δεξιός, νοικοκυραίος-αναρχικός. Μιλάμε πια μόνο για μισάνθρωπο και για άνθρωπο. Και δεν μπορεί να ανεχτείς, ότι κι αν πιστεύεις πολιτικά, να σκοτώνεται ένας πολίτης στη χώρα που ζεις από καθαρό μίσος. Όσο δε σε νοιάζει οι μαχαιριές θα συνεχίσουν. Πρέπει να αντιδράσουμε. Να μιλήσουμε. Να φωνάξουμε ενάντια στο φασισμό, να του δείξουμε ότι δεν τον φοβόμαστε. «Οι άλλοι όπως βαδίζουν, εμείς ανάποδα». Και οι λίγοι που αντιδρούν να γίνουν πολλοί. Πιασμένοι απ’ το χέρι, δυνατοί, πολλοί, πάρα πολλοί – μακάρι αμέτρητοι, να κάνουμε το τέρας να ξανακρυφτεί στην τρύπα του και να σκάσει απ’ το κακό του. 



first published at RouaMat.com, 19/9/2013

Άντε και καλά κρασιά!


Όταν ζούσε ακόμα ο παππούς απ’ το χωριό, το Σεπτέμβριο συνέβαινε κάτι σαν οικογενειακή ιεροτελεστία. Μαζευόμασταν όλοι, μας φόρτωνε στην καρότσα του τρακτέρ και τραβούσαμε για το αμπέλι. Εκεί, κόβαμε τα τσαμπιά, (καμιά φορά και κάνα δάχτυλο, ε μωρά παιδιά είμασταν), τα μαζεύαμε στα κοφίνια (τα τσαμπιά όχι τα δάχτυλα!) και μετά βουρ για το πατητήρι.

Οι μνήμες μου από εκείνη τη διαδικασία είναι, δυστυχώς, πολύ λίγες. Μικρούλα πολύ γαρ. Επίσης λόγω εποχής (αποκρύπτω εντέχνως τις λεπτομέρειες για να μη σας αποκαλύψω την ηλικία μου, γκουχ), δεν έχουμε παρά ελάχιστα φωτογραφικά ντοκουμέντα. Και όχι δε μιλάω για το 1940, αλλά για μια εποχή που τα κινητά με κάμερα και οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές δεν κυριαρχούσαν στη ζωή μας. Και πολλές φορές στα οικογενειακά τραπέζια ανέφερα πόσο θα ήθελα να ήμουν μεγαλύτερη για να θυμάμαι τη διαδικασία ή να είχα την ευκαιρία να τη δω σήμερα.

«Το μόνο εύκολο», αναφώνησε ο θείος. Διότι, συνεχίζοντας αυτά που έμαθε από τον μπαμπά του, κάθε χρόνο στις αρχές του φθινοπώρου, ετοιμάζει το κρασάκι του, το οποίο «δεν πωλείται, παρά μόνο χαρίζεται σε φίλους». 




Αφού λοιπόν κανονίστηκε, δρόμο πήρα, δρόμο άφησα, ανέβηκα στον εξωτικό Χορτιάτη, με την ψηφιακή μου σε θέση ετοιμότητας για να απαθανατίσω τη διαδικασία.

Κάτω στην αυλή στοιβαγμένα τα κιβώτια με το σταφύλι. Η πατήστρα έτοιμη να επιτελέσει το ρόλο της, λεκάνες και κουβάδες γύρω τριγύρω παντού, γιατί αλλού μαζεύουμε το χυμό, αλλού τα κοτσάνια και τα λοιπά. Στην  προεδρική θέση ο άρχοντας της βραδιάς, το ξύλινο βαρέλι.

Και ξεκινάμε. Η μανιβέλα γυρίζει, τα σταφύλια ζουλιούνται, ο χυμός μαζεύεται στον τσίγκινο κουβά. Και η μυρωδιά, αχ η μυρωδιά. Οι γείτονες στα γύρω μπαλκόνια ρωτάνε αν χρειάζονται κι άλλα χέρια και δίνουν την ευχή: «άντε, και καλά κρασιά!», κι εγώ σκέφτομαι ότι είναι η πρώτη φορά που ακούω τη φράση να χρησιμοποιείται κυριολεκτικά.



Τρεις ποικιλίες λιώνουμε : Αγιορίτικο, merlot και cabernet. Όταν γεμίσει το 1/3 του βαρελιού, γίνεται το πρώτο τεστ. Γεμίζουμε το σωλήνα με σταφυλοζούμι και ελέγχουμε με το γραδόμετρο. Πρέπει να μας δώσει 12,5 βαθμούς τουλάχιστον, γιατί αλλιώς θα έχουμε ξύδι. Όχι, αν αναρωτιέσαι δεν μπορείς να προσθέσεις ζάχαρη, είναι ζαβολιά.



Η ώρα κυλάει, η διαδικασία συνεχίζεται. Τα κασόνια αδειάζουν στην πατήστρα, η ροδέλα γυρνά, το ζουμί τρέχει, τα κοτσάνια βγαίνουν και ο μούστος χύνεται στο βαρέλι. Παρά την κούραση όσο νυχτώνει, είναι πολύ ευχάριστα. Ξεσκονίζω τη χημεία μου, μαθαίνω πράγματα (μάθε τέχνη κι άστηνα που λέμε) και ακούω ιστορίες από τα παλιά, τότε που πατούσαν τα σταφύλια ακόμα με τα πόδια. Κι άλλες ιστορίες, καινούριες, για το νηπιαγωγείο του Χορτιάτη, που έρχεται εκδρομή να ακούσει το κρασί να χαρχαλεύει στο βαρέλι και να πάρει μούστο για να πλάσει κουλουράκια-μουστοκούλουρα.

Τελειώνουμε. Διαδικασία συμμαζέματος. Πλένονται τα πάντα και μαζεύονται. Η πατήστρα σταμάτησε το τραγούδι που λέει μια μέρα το χρόνο. Έκανε και φέτος τη δουλειά της, θα μείνει σιωπηλή μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβρη. Το βαρέλι σφραγίζεται. Μπαίνει στη θέση του στο υπόγειο, δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, γιατί τις πρώτες μέρες αναδύονται αναθυμιάσεις. Τα χέρια μας κολλάνε ακόμα και η βραδιά έχει τη γλυκιά μυρωδιά του σταφυλιού.





Και τώρα περιμένουμε. Το πρώτο μπρούσκο της φετινής σεζόν ανοίχτηκε πριν από λίγες μέρες. Φέτος το κέρδισα επάξια το μπουκάλι μου! Ελάτε να πιούμε ένα ποτήρι από τον κόπο μου. Να φάμε και κάτι, όχι έτσι ξεροσφύρι. Και στο τέλος με κόκκινα μάγουλα και χαμόγελο από τα ποτηράκια να πούμε τη γλυκιά ευχή: «καλά κρασιά! Όλα καλά!» 



first published at RouaMat.com, 5/11/2013

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Η εποχή του πλασιέ



10 η ώρα το πρωί (ή 3 το μεσημέρι, ή 8 το βράδυ). Χτυπάει το κινητό, βλέπεις σταθερό νούμερο. Σκέφτεσαι τα 458 βιογραφικά που έχει στείλει και ελπίζεις ότι θα είναι κάποιος ενδιαφερόμενος. Καθαρίζεις λαιμό, παίρνεις επίσημο ύφος και απαντάς με κρυφή ελπίδα: «παρακαλώ;».

«Κααααλή σας μέρα! Ονομάζομαι Χ και σας καλώ από την Ψ εταιρία κινητής τηλεφωνίας, να σας κάνουμε μια προσφορά!» (με περισσό ενθουσιασμό).

Ξενερώνεις. Παραμένεις ωστόσο ευγενική (-ος): «Δεν ενδιαφέρομαι, ευχαριστώ».

Κι εκεί ξεκινάει η μάχη.

Ο/η promoter (γιατί δεν είναι πωλητές, promoters είναι), επιμένει, εσύ εξακολουθείς να είσαι ευγενικός όμως κάπου αρχίζεις να εκνευρίζεσαι.

Μαντέψτε: ο επιμένων ΔΕ νικά πάντα.

Αυτή η νέα μόδα με την προώθηση των προϊόντων στα μούτρα μας, κάπου έχει αρχίσει να μου χτυπάει στα νεύρα.

Είναι άκρως ενοχλητικό κάθε τρεις και λίγο (δεν ξέρω για σας, εμένα πάντως φροντίζουν να με ενοχλούν ανελλιπώς, τουλάχιστον 1 φορά την εβδομάδα, και από την εταιρία που έχω το νούμερό μου, αλλά και από τις ανταγωνίστριες).

Και για να λέμε και όλη την αλήθεια, δεν είναι μόνο οι εταιρίες κινητής που επιλέγουν αυτή τη μέθοδο προσπαθώντας να τσιμπήσουν πελάτες.

Τα διάφορα αρωματοπωλεία που έχουν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια επιμένουν να μας ψεκάσουν κάθε φορά που περνάμε από μπροστά τους (ω ναι, μας ψεκάζουν), από την άθωνος δεν περνάω πια γιατί τα γκαρσόνια γίνονται τσιμπούρια, στη ναβαρίνου κοπέλα από κατάστημα ρούχων μας ζήτησε να περάσουμε να μας κάνει μια ενημέρωση (;), μέχρι και στη βαλαωρίτου (ω ναι!) νεαρός με ξανθιά φράντζα μας προσκάλεσε να καθίσουμε στο μαγαζί γιατί είχαν 20% έκπτωση στα όμορφα κορίτσια (ε-λ-ε-ο-ς).

Κυρίες και κύριοι, ο πλασιέ ζει και βασιλεύει.

Τα ανεκδιήγητα αφεντικά, αντί να αναζητήσουν αλλού τις αιτίες της πτώσης του τζίρου τους και τους λόγους για τους οποίους δεν πατάει ψυχή στο μαγαζί τους, απλώς επιμένουν να εθελοτυφλούν και να μας βομβαρδίζουν με «υπερπροσφορές».

Για να επιμένουν στη μέθοδο, φαντάζομαι πως κάποιοι θα τσιμπάνε. Ποιοι άραγε;

Προσωπικά, σαν καταναλωτής, όταν χρειάζομαι κάτι, θα μπω στα ανάλογα καταστήματα, θα κάνω την έρευνα αγοράς μου και θα αποφασίσω. Ή, σαν καταναλωτής, θα με πείσει κάποια εκπληκτική διαφημιστική καμπάνια ότι χρειάζομαι κάτι, θα μου δημιουργήσει δηλαδή την ανάγκη, και πάλι θα μπω στα ανάλογα καταστήματα, θα αποφασίσω και θα αγοράσω.

Η ελληνική αγορά όμως, φαίνεται να προτιμάει τη φάση-τσιμπούρι. Μα ποιος πείστηκε ποτέ από τον φωνακλά κολλιτσίδα;


 επάνω σε πρώτο πλάνο, ο εθνικός μας πλασιέ